Με τον όρο δυσπεψία, περιγράφεται στη Γαστρεντερολογία ένα ευρύ φάσμα συμπτωμάτων προερχόμενα – σχετιζόμενα με την άνω κοιλία. Το φάσμα αυτό των συμπτωμάτων δύναται να περιλαμβάνει οποιδήποτε από τα κάτωθι συμπτώματα: επιγαστραλγία, επιγαστρικό καύσος, ναυτία, επιγαστρικός μετεωρισμός και επιγαστρική δυσφορία.

Η δυσπεψία αποτελεί μία από τις συχνότερες κλινικές συνδρομές σχετιζόμενες με το πεπτικό σύστημα και χαρακτηρίζεται από χρονιότητα καθώς η διάρκεια των ανωτέρω συμπτωμάτων θα πρέπει να υπερβαίνει σε διάρκεια τις 6-8 εβδομάδες προκειμένου να τεθεί με ακρίβεια η διάγνωση.

Η πλεόν σημαντική πλευρά σε ότι αφορά τη διερεύνηση της δυσπεψίας αποτελεί ο διαχωρισμός μεταξύ οργανικής και λειτουργικής δυσπεψίας. Οργανική δυσπεψία είναι η κλινική συνδρομή στην οποία ως αιτία ανευρύσκεται σαφής παθολογία από το γαστρεντερικό (πχ γαστρικό έλκος, κακοήθεια στομάχου) ενώ ως λειτουργική δυσπεψία ορίζεται η συνδρομή στην οποία τα συμπτώματα δεν δύναται να αποδοθούν σε σαφή οργανική αιτία ύστερα από πλήρη διαγνωστικό έλεγχο.

Στην οργανική δυσπεψία τα τυπικά συμπτώματα της δυσπεψίας συνοδεύονται συνήθως και από τα λεγόμενα σημεία-συμπτώματα συναγερμού ( alarm symptoms). Αυτά είναι τα ακόλουθα: απώλεια βαρους, αναιμία, ανορεξία, έμετοι, μεταγευματικός κορεσμός, ηλικία >55 έτη. Σε οποιοδήποτε ασθενή παρουσιάσει ένα η περισσότερα εκ των ανωτέρω συμπτωμάτων/σημείων, κρίνεται απαραίτητος η περαιτέρω διαγνωστικός έλεγχος με εξετάσεις αίματος και ενδοσκοπικό έλεγχο ανωτέρου πεπτικού (Γαστροσκόπηση). Η ένδειξη αυτή είναι ακόμα ισχυρότερη αν συνυπάρχει ατομικό αναμνηστικό κακοήθειας από το ανώτερο πεπτικό (στομάχι, οισοφάγος). Η περαιτέρω θεραπευτική αντιμετώπιση ποικίλει αναλόγως της ανευρεθείσας αιτίας των συμπτωμάτων.

Η λειτουργική δυσπεψία από την άλλη πλευρά, χαρακτηρίζεται από απουσία σαφούς παθολογίας ως αιτίας εμφάνισης των συμπτωμάτων και αποτελεί την συχνότερη μορφή δυσπεψίας. Η διάγνωση τίθεται είτε εξ αποκλεισμόυ σε ασθενείς ηλικίας άνω των 55 ετών μετά το πέρας του διαγνωτικού ελέγχου ο οποίος είναι φυσιολογικός, ενώ σε νεότερους ασθενείς ο διάγνωση δύναται να τεθεί κλινικά μετά τη διενέργεια εξετάσεων αίματος και τεστ για το ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού, εφόσον αυτά είναι αρνητικά. Βαρύνουσας σημασίας στην περίπτωση της λειτουργική δυσπεψίας είναι ο αποκλεισμός ύπαρξης συμπτωμάτων – σημείων συναγερμού.

Η αιτιοπαθογένεια της λειτουργικής δυσπεψίας δεν έχει καταστεί εφικτό να διευκρινιστεί με σαφήνεια και ως πιθανότεροι αιτιολογικοί παράγοντες θεωρούνται η σπλαχνική υπερευαισθησία καθώς και κάποιου βαθμού διαταραχή της γαστρεντερικής κινητικότητας. Οι θεραπευτικές επιλογές που είναι διαθέσιμες για την αντιμετώπιση αυτής της κλινικής αυτής συνδρομής συνίστανται στα εξής:

1) Εκρίζωση του ελικοβακτηριδίου του πυλωρού εφόσον τεκμηριωθεί ενεργός λοίμωξη με αυτό. Το ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού ευθύνεται για την εμφάνιση χρόνιας γαστρίτιδας σε μεγάλο μέρος του υγειούς κατά τα άλλα πληθυσμού. Υπολογίζεται ότι πάνω από 50% του ενήλικου πληθυσμού έχει μολυνθεί από το μικρόβιο το οποίο δυνητικά μπορεί να οδηγήσει σε ανάπτυξη πεπτικού έλκος και γαστρικού καρκίνου. Παρ΄ολ΄αυτά οι ενδείξεις εκρίζωσης του μικροβίου αυτού είναι πολύ συγκεκριμένες και μία εξ΄αυτών αποτελεί και η λειτουργική δυσπεψία, σε περίπτωση μη ανεύρεσης άλλης προφανούς αιτίας συμπτωμάτων. Ένα μέρος των ασθενών παρουσιάζει βελτίωση των συμπτωμάτων τους μετά την εκρίζωση της βακτηριακής αυτής λοίμωξης.

2) Συνταγογράφηση αναστολέων αντλίας πρωτονίων (PPis): Η συνταγογράφηση της κατηγορίας αυτής φαρμάκων ενδείκνυται σε ασθενείς οι οποίοι πάσχουν από λειτουργική δυσπεψία και είτε δεν έχουν ενεργό λοίμωξη από ελικοβακτηρίδιο, είτε δεν αποκομίζουν όφελος από την θεραπεία εκρίζωσής του. Η θεραπεία με τους φαρμακευτικούς αυτούς παράγοντες δύναται να είναι χρόνια, λαμβάνοντας υπόψην το άριστο προφίλ ασφάλειας των εν λόγω σκευασμάτων καθώς και το γεγονός ότι σημαντικό ποσοστό ασθενών παρουσιάζει βελτίωση με την συνταγογράφηση τους.