Ο καρκίνος παχέος εντέρου αποτελεί την δέυτερη πιο συχνή μορφή καρκίνου μετά τον καρκίνου του πνεύμονα στους άντρες και τον καρκίνο του μαστού στις γυναίκες. Αποτελεί δε τη συχνότερη μορφή καρκίνου του γαστρεντερικού στις ευρωπαικές κοινωνίες γενικότερα.

Επιδημιολογικά κατηγοριοποιείται ως σποραδικός, εμφανιζόμενος δηλαδή σε ασθενείς χωρίς κάποιον προδιαθεσικό παράγοντα, και ως κληνορονομικός, σε ασθενείς με οικογενειακό ιστορικό καρκίνου του παχέος εντέρου. Επιπροσθέτως, αυτή η μορφή κακοήθειας δύναται να επιπλέξει ασθενείς με χρόνιες φλεγμονώδεις εντεροπάθειες όπως η νόσος Crohn και η ελκώδης κολίτιδα.
Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της Βρεττανικής Γαστρεντερολογικής Κοινότητας ο κίνδυνος ανάπτυξης καρκίνου του παχέος εντέρου εώς την ηλικία των 85 ετών εκτιμάται σε 6.6% στους άντρες και σε 4.7% για τις γυναίκες.

Ως διαγνωστικά μέτρα πρόληψης έχουν δομικαστεί απεικονιστικές εξετάσεις όπως η αξονική κολονοσκόπηση καθώς και τα τεστ κοπράνων για λανθάνουσα απώλεια αίματος. Παρ’ολ’ αυτά καμμία από τις ανωτέρω εξετάσεις δεν δύναται να ξεπεράσει σε ειδικότητα και ευαισθησία την κολονοσκόπηση η οποία αποτελεί την μέθοδο εκλογής (gold standard) σε ότι αφορά τον προληπτικό έλεγχο του γενικού πληθυσμού για καρκίνου παχέος εντέρου. Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατ κατευθηντήριες οδηγίες προτείνεται η διενέργεια κολονοσκόπησης για τις ηλικίες 50-75 ετών, ως μέτρο πρόληψης ενάντια στην ανάπτυξη καρκίνου παχέος εντέρου.

Ο καρκίνος παχέος εντέρου χαρακτηρίζεται σε γενικές γραμμες από ευνοϊκότερη πρόγνωση συγκριτικά με άλλες κακοήθεις του πεπτικού, υπό την προυπόθεση βέβαια ότι έχει ανιχνευτεί σε πρώιμο στάδιο. Έτσι, σε όγκους οι οποίοι περιορίζονται στις επιφανειακές στιβάδες του τοιχώματος του παχέος εντέρου η 5 ετής επιβίωση μπορεί να φτάσει εώς και το 90%. Αντιθέτως, σε πιο προχωρημένους όγκους, η επιβίωση είναι σαφώς φτωχότερη.

Η διενέργεια κολονοσκόπησης αποσκοπεί στην ανίχνευση κακοήθειας του παχέος εντέρου σε όσο το δυνατόν πρωιμότερο στάδιο και στην ανίχνευση και εξαίρεση προκαρκινωματωδών βλαβών – πολυπόδων. Η εφαρμογή προγραμμάτων πρόληψης στον γενικό πληθυσμό με διενέργεια κολονοσκόπησης όπου ενδείκνυται έχει μειώσει αισθητά την επίπτωση και την θνητότητα από καρκίνο παχέος εντέρου. Παρ΄ολ΄αυτά περαιτέρω προσπάθεια κρίνεται σκόπιμη τόσο προς την κατεύθυνση της αποδοχής της κολονοσκόπησης από τον γενικό πληθυσμό ως κεφαλαιώδους σημασίας προληπτικής ιατρικής εξέτασης, όσο και προς την βελτίωση της ποιότητας της κολονοσκόπησης.

Η τρέχουσα πρόκληση που αντιμετωπίζει η Γαστρεντερολογική Κοινότητα είναι η καθιέρωση και η συμμόρφωση με τους διεθνείς δείκτες ποιότητας της κολονοσκόπησης (KPI – Key Performance Indicators). Έχει καταστεί αποδεκτό ότι η συμμόρφωση με αυτούς τους δείκτες από την πλευρά των Γαστρεντερολόγων αυξάνει ξεκάθαρα την αποτελέσματικότητα της εξέτασης ως μέτρο πρόληψης και επιπροσθέτως βελτίωνει και την κλινική εμπειρία του ασθενή καθώς ένας εκ των βασική δεικτών ποιότητας είναι η απουσία πόνου/δυσφορίας κατά τη διάρκεια της εξέτασης.

Συμπερασματικά, η καθιέρωση της κολονοσκόπησης δεν επιέχεται πλέον αμφισβήτησης ως βασικής προληπτικής ιατρικής πράξης. Αποτελεί την μοναδική διαθέσιμη εξέταση η οποία δύναται να ανιχνεύσει και ακολούθως να εξαιρέσει προκαρκινικές βλάβες όπως οι πολύποδες του παχέος εντέρου, συμβάλλοντας έτσι καθοριστικά στην μείωση της επίπτωσης και της θνητότητας από καρκίνο παχέος εντέρου.